- απαλογέρνω
- -όγειρα, -ογερμένος1. γέρνω ελαφρά, απαλά: Τα στάρια, ύστερα από τη βροχή, είχαν απαλογείρει.2. αποκοιμιέμαι πρόχειρα: Ύστερα από το μεσημεριανό φαγητό συνήθιζε να απαλογέρνει λίγο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.