απαλογέρνω

απαλογέρνω
-όγειρα, -ογερμένος
1. γέρνω ελαφρά, απαλά: Τα στάρια, ύστερα από τη βροχή, είχαν απαλογείρει.
2. αποκοιμιέμαι πρόχειρα: Ύστερα από το μεσημεριανό φαγητό συνήθιζε να απαλογέρνει λίγο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γέρνω — (Μ γέρνω) 1. κλίνω προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («γείρε τη στάμνα», «γείρε τη σανίδα δεξιά») 2. παρουσιάζω κλίση προς τα κάτω ή προς τα πλάγια («ταπεινότατη σού γέρνει η τρισάθλια κεφαλή», Δ. Σολ. «τα κλαδιά έγερναν από το βάρος τού καρπού») 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”